φασκόμηλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φασκόμηλο τα φασκόμηλα
      γενική του φασκόμηλου των φασκόμηλων
    αιτιατική το φασκόμηλο τα φασκόμηλα
     κλητική φασκόμηλο φασκόμηλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φασκόμηλο < αρχαία ελληνική σφάκος / φάσκος / φάσκον + μῆλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φασκόμηλο ουδέτερο

  1. αφέψημα από ξερά φύλλα φασκομηλιάς
  2. (φυτό) φασκομηλιά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]