φαφούτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαφούτης < (ηχομιμητική λέξη) (από την κακή άρθρωση των ηλικιωμένων που έχουν χάσει πολλά δόντια)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /faˈfu.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐φού‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαφούτης αρσενικό (θηλυκό φαφούτα και φαφούτισσα)
- αυτός που έχει χάσει τα δόντια του