φεμινιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φεμινιστικός < φεμινισ(μός) + -τικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fe.mi.ni.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φε‐μι‐νι‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
φεμινιστικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τον φεμινισμό
- φεμινιστικό κίνημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φεμινιστικά
- → δείτε τη λέξη φεμινισμός