φερέζυγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φερέζυγος < φέρω και ζυγός

Επίθετο[επεξεργασία]

φερέζυγος

  • που φέρει ζυγό (για άλογο)