φερέπτερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φερέπτερος < φέρω και [πτερόν]] ή από το φερεπτέρυξ

Επίθετο[επεξεργασία]

φερέπτερος