φθίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φθίνω < αρχαία ελληνική φθίνω
Η σελήνη σε φθίνουσα φάση


Ρήμα[επεξεργασία]

φθίνω

  1. μειώνομαι, ελαττώνομαι
    Φθίνων μηνίσκος (μία από τις φάσεις της Σελήνης)
  2. χάνω τις δυνάμεις μου, παρακμάζω
    φθίνω επαγγελματικά και δε βρίσκω δουλειά, αλλά δε βγάζω και σύνταξη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φθίνω < θέμα φθι- + πρόσφυμα ν


Ρήμα[επεξεργασία]

φθίνω και φθίω και φθινάω και φθινέω και (ποιητ.) φθινύθω

  1. λιγοστεύω, ελαττώνομαι, χάνομαι
    φθίνει καὶ μαραίνεται νόσῳ (εξαιτίας ασθένειας)
    σελήνη αὐξανομένη καὶ φθίνουσα
    φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα(οι ημέρες)
    τοῖς μὲν αὔξεται βίος, τῶν δὲ φθίνει
  2. (μεταφορικά) χάνομαι ή κάτι που χάνεται
    μηδέ τοι αἰὼν φθινέτω (μην αφήσεις να πάει χαμένη η ζωή σου)
  3. έχω φυματίωση (η μετοχή)
    οἱ φθίνοντες
  4. πεθαίνω, σκοτώνομαι
    πρὸς φίλου ἔφθισο
    ἐν πολέμῳ φθίμενον
  5. για τον προσδιορισμό της ημέρας, της ώρας
    πρίν κεν νὺξ φθῖτο και
    μὴν φθίνων (το τελευταίο δεκαήμερο) αλλά στον Όμηρο το δεύτερο δεκαπενθήμερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλήση[επεξεργασία]

Στον Όμηρο φθίω ο ενεστώτας και ἔφθιον ο παρατατικός. Επίσης στον Όμηρο το ι του ενεστώτα μακρό, στους άλλους βραχύ.


Αρχικοί Χρόνοι
Ενεστώτας φθίνω
Παρατατικός ἔφθινον
Μέλλοντας φθ(ε)ίσω
Αόριστος β' ἔφθ(ε)ισα
Παρακείμενος ἔφθικα
Αρχικοί Χρόνοι φθινάω
Ενεστώτας φθινάω
Μέλλοντας φθινήσω
Αόριστος β' ἐφθίνησα
Παρακείμενος ἐφθίνηκα