φθηνά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
φθηνά
- άλλη μορφή του φτηνά, με φτηνό τρόπο, όχι δαπανηρά, χωρίς να μας στοιχίσει κάτι πάρα πολύ, είτε κυριολεκτικά σε χρήμα, είτε μεταφορικά
- φθηνά τη γλιτώσαμε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φθηνά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φθηνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φθηνό