φιλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική filet[1]
φιλέ σε γήπεδο τένις
γυναίκα που φοράει ένα φιλέ και συνομιλεί με κάποιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιλέ άκλιτο ουδέτερο

  1. (αθλητισμός) το δίχτυ που χρησιμοποιείται σαν διαχωριστικό σε διάφορα αθλήματα, όπως στο τένις και στο βόλεϊ
  2. (αθλητισμός) το δίχτυ που υπάρχει στο καλάθι της μπασκέτας στο μπάσκετ
  3. εξάρτημα ένδυσης, σαν δίχτυ, που το χρησιμοποιούμε για να συγκρατούμε τα μαλλιά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

φιλές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]