φιλέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φιλέτο | τα | φιλέτα |
γενική | του | φιλέτου | των | φιλέτων |
αιτιατική | το | φιλέτο | τα | φιλέτα |
κλητική | φιλέτο | φιλέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική filetto
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλέτο ουδέτερο
- τρυφερό και άλιπο κρέας από το εσωτερικό της σπονδυλικής στήλης του μοσχαριού και χοιρινού
- (συνεκδοχικά) κρέας πουλερικών ή ψαριού που δεν έχει κόκκαλο
- φιλέτο πέρκα
- (μεταφορικά) το καλύτερο κομμάτι
- έβγαλαν και οι παρατρεχάμενοι κάτι από τις μίζες, αλλά ο υπουργός πήρε το φιλέτο
- (αρχιτεκτονική) η διακόσμηση επιφάνειας με κατεργασμένα, επίπεδα και σχετικά λεπτά, υλικά όπως οι πλάκες
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)