φιλαλληλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλαλληλία < ελληνιστική κοινή φιλαλληλία < φιλάλληλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλαλληλία θηλυκό
- (λόγιο) η αγάπη και το ειλικρινές ενδιαφέρον προς τον άλλο, προς τον πλησίον