φιλαργυρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλαργυρία < αρχαία ελληνική φιλαργυρία < φιλάργυρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλαργυρία θηλυκό
- Υπερβολική αγάπη για το χρήμα
- Το να είναι κανείς τσιγκούνης, να μη θέλει να διαθέσει υλικά αγαθά για τον εαυτό του ή για τους άλλους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- Συνώνυμα:Φιλοχρηματία