φιλιγκράν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Χρυσά βραχιόλια φιλιγκράν, 11-13ος αιώνας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλιγκράν < (άμεσο δάνειο) γαλλική filigrane • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φιλιγκράν ουδέτερο άκλιτο

  1. περίτεχνο τεχνούργημα από χρυσό ή ασημένιο σύρμα από το οποίο σχηματίζονται τα σχέδια
  2. αντικείμενο που μοιάζει με φιλιγκράν
  3. (κατ' επέκταση, σπάνιο, σε πρώην ιταλοκρατούμενες περιοχές) η φιλιγράνα, το υδατογράφημα, η υδατογραφία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]