φιλιγκράν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλιγκράν < (άμεσο δάνειο) γαλλική filigrane • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλιγκράν ουδέτερο άκλιτο
- περίτεχνο τεχνούργημα από χρυσό ή ασημένιο σύρμα από το οποίο σχηματίζονται τα σχέδια
- αντικείμενο που μοιάζει με φιλιγκράν
- (κατ' επέκταση, σπάνιο, σε πρώην ιταλοκρατούμενες περιοχές) η φιλιγράνα, το υδατογράφημα, η υδατογραφία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)