φιλοδωρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλοδωρώ < φιλοδωρέω μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική φιλόδωρος
Ρήμα[επεξεργασία]
φιλοδωρώ
- δίνω φιλοδώρημα
- δωρίζω, χαρίζω κάτι φιλικά, δίνω κάτι (συνήθως επιπλέον, που δεν είναι απαραίτητο) ως ανταμοιβή
- π.χ. "Της έδωσα ένα CD που είχα διπλό και με φιλοδώρησε με ένα φιλί"
- ειρωνικά, για κάποια απρόσμενη αρνητική αντίδραση σε κάτι όχι απαραίτητα κακό
- "τον πληροφόρησα ότι η γυναίκα του τον απατά και αντί να με ευχαριστήσει που του άνοιξα τα μάτια, με φιλοδώρησε με μια γροθιά!"