φιλολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλολογικός < μεσαιωνική ελληνική φιλολογικός < φιλόλογος
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλολογικός
- ο σχετικός με τη φιλολογία
- φιλολολογικός όμιλος, φιλολογική σχολή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλολογικός