φλέγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φλέμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλέγμα τα φλέγματα
      γενική του φλέγματος των φλεγμάτων
    αιτιατική το φλέγμα τα φλέγματα
     κλητική φλέγμα φλέγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλέγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλέγμα (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική phlegm[1] [2] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική flegme[2] < αρχαία ελληνική φλέγμα)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfleɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλέγ‐μα
παλιότερος συλλαβισμός: φλέ‐γμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλέγμα ουδέτερο

  1. απάθεια, εξαιρετική ψυχραιμία
    Πόνταραν, βλέπετε, στην αστική καταγωγή του και στο βρετανικό φλέγμα του, λόγω της πολύχρονης παραμονής του στο μεγάλο νησί. (www.efsyn.gr, 04.05.2015)
  2. (σπάνιο, φυσιολογία) άλλη μορφή του φλέμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. φλέγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 φλέγμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φλέγμᾰ τὰ φλέγμᾰτ
      γενική τοῦ φλέγμᾰτος τῶν φλεγμᾰ́των
      δοτική τῷ φλέγμᾰτ τοῖς φλέγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ φλέγμᾰ τὰ φλέγμᾰτ
     κλητική ! φλέγμᾰ φλέγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φλέγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  φλεγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλέγμα < φλέγ(ω) + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φλέγμα ουδέτερο

  1. φλόγα, φωτιά, θερμότητα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 337 (334-337)
    αὐτὰρ ἐγὼ Ζεφύροιο καὶ ἀργεστᾶο Νότοιο | εἴσομαι ἐξ ἁλόθεν χαλεπὴν ὄρσουσα θύελλαν, | ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς καὶ τεύχεα κήαι, | φλέγμα κακὸν φορέουσα·
    Κι εγώ θα πάω τον Ζέφυρον να έβρω και τον Νότον, | να φέρω από τη θάλασσαν κακήν ανεμοζάλην | να σπρώχνει εμπρός τες φλόγες σου και τ᾽ άρματα να καίει | των Τρώων και τες κεφαλές
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (ιατρική) φλεγμονή
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περί Αδένων, (De glandulis), 14, @scaife.perseus
    κορίσκονται γὰρ τοῦ φλέγματος οἱ πνεύμονες, καὶ γίνεται τὸ πῦον·
  3. (ιατρική) ένας από τους τέσσερεις χυμούς του σώματος, μυξώδης ουσία που θεωρούνταν υπεύθυνη για πολλές αρρώστιες (λατινικά: pituita)
    ※  5ος/4oς πκε αιώνας Πλάτων, Τίμαιος, 85b @scaife.perseus
    φλέγμα δʼ ὀξὺ καὶ ἁλμυρὸν πηγὴ πάντων νοσημάτων ὅσα γίγνεται καταρροϊκά·
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w 11.61 @scaife.perseus
    Διὰ τί τοῦ χειμῶνος αἱ φωναὶ βαρύτεραι; ἢ ὅτι παχύτερος ὁ ἀήρ, παχυτέρου δὲ ὄντος βραδυτέρα ἡ κίνησις, ὥσθ’ ἡ φωνὴ βαρυτέρα. ἢ διότι διὰ τῶν στενῶν βραδύτερον χωρεῖ ὁ ἀήρ, συμφράττεται δὲ τὸ περὶ τὸν φάρυγγα ὑπό τε τοῦ ψυχροῦ καὶ τοῦ ἐπιρρέοντος φλέγματος.
  4. (μεταφορικά) (σε ποιητές) χολή, πικρία, κακόηθες χιούμορ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • (ιατρική) λευκὸν φλέγμα: είδος ύδρωπα
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ Παθῶν, (De affectionibus), 19, @scaife.perseus
    Φλέγμα λευκὸν ὅταν ἔχῃ, τὸ σῶμα οἰδέει πᾶν λευκῷ οἰδήματι, καὶ τῆς αὐτῆς ἡμέρης τοτὲ μὲν δοκέει ῥᾴων εἶναι, τοτὲ δὲ φλαυρότερος, καὶ τὸ οἴδημα ἄλλοτε ἄλλῃ τοῦ σώματος μέζον τε καὶ ἔλασσον γίνεται·

Πηγές[επεξεργασία]