φλογισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλογισμένος η φλογισμένη το φλογισμένο
      γενική του φλογισμένου της φλογισμένης του φλογισμένου
    αιτιατική τον φλογισμένο τη φλογισμένη το φλογισμένο
     κλητική φλογισμένε φλογισμένη φλογισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλογισμένοι οι φλογισμένες τα φλογισμένα
      γενική των φλογισμένων των φλογισμένων των φλογισμένων
    αιτιατική τους φλογισμένους τις φλογισμένες τα φλογισμένα
     κλητική φλογισμένοι φλογισμένες φλογισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλογισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του φλογίζω / φλογίζομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

φλογισμένος, -η, -ο

  1. φλογερός, καυτός, μέσα στις φλόγες
  2. που περιγράφει τοπικό ερεθισμό, οίδημα, φλεγμονή, το φλεγμαίνον
    Αχ! Είναι φλογισμένο το χέρι μου
  3. (μεταφορικά) που έχει διακαές πάθος, που τον φλογίζει κάτι
    Φλογισμένος από το όραμα της επανάστασης...
    Όλο το χωριό θα ριχτεί επάνω μου... θα με καίνε με τα φλογισμένα τους δάχτυλα... (Λόρκα, Το Σπιτι της Μπερνάντα Άλμπα, μετάφρ. Ν. Γκάτσος)
  4. που μοιάζει να έχει φλόγες
    ο φλογισμένος ουρανός
    κι ο φλογισμένος βράχος στενάζοντας θα λιώσει (Τραγουδια του Πετράρχη)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]