φλου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλου < γαλλικό flou
Επίθετο[επεξεργασία]
φλου άκλιτο
- ασαφής, απροσδιόριστος, αβέβαιος, θολός
- φλου φωτογραφία, συμπεριφορά, απάντηση κ.λπ.
- τρόπος χτενίσματος, κόμμωσης