φλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φλου < γαλλικό flou

Επίθετο[επεξεργασία]

φλου άκλιτο

  1. ασαφής, απροσδιόριστος, αβέβαιος, θολός
    φλου φωτογραφία, συμπεριφορά, απάντηση κ.λπ.
  2. τρόπος χτενίσματος, κόμμωσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]