φο μπιζού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φο μπιζού < (λόγιο δάνειο) γαλλική faux[1] bijou

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φο μπιζού ουδέτερο άκλιτο

  • κόσμημα που δεν είναι κατασκευασμένο από πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους ή από ευγενή μέταλλα, αλλά μοιάζει σαν να είναι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]