φοινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φοινός < φένω (=σκοτώνω) < ιαπετική ρίζα -φεν και φον- και -φαν

Επίθετο[επεξεργασία]

φοινός, -ή, -όν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Υποσημειώσεις[επεξεργασία]

  1. αν δεχτούμε ότι προέρχεται ετυμολογικά από το γ' ενικό (πέφαται=έχει σκοτωθεί, πέθανε) του παρακειμένου του φένω