φορμόλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορμόλη οι φορμόλες
      γενική της φορμόλης των φορμολών
    αιτιατική τη φορμόλη τις φορμόλες
     κλητική φορμόλη φορμόλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορμόλη < από το γαλλικό χημικό όρο formol

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φορμόλη θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]