φορμόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φορμόλη | οι | φορμόλες |
γενική | της | φορμόλης | των | φορμολών |
αιτιατική | τη | φορμόλη | τις | φορμόλες |
κλητική | φορμόλη | φορμόλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορμόλη < από το γαλλικό χημικό όρο formol
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορμόλη θηλυκό
- αντισηπτικός και συντηρητικός παράγοντας που συνίσταται στο διάλυμα φορμαλδεΰδης σε νερό, εμπορική ονομασία του συνήθως υδατικού διαλύματος φορμαλδεΰδης