φοροαποφυγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φοροαποφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) (οικονομία) η αποφυγή της πληρωμής φόρων
- Οι εισαγγελείς είχαν ξεκινήσει έρευνα για την εταιρεία και ξεχωριστά για κάθε ένα από τα στελέχη που φέρονται να έχουν οργανώσει τη φοροαποφυγή και έτσι, παρότι η εταιρεία πλήρωσε ακριβώς το ποσό που της ζητήθηκε, οι υποθέσεις εναντίον των στελεχών παραμένουν ανοιχτές. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φοροαποφυγή