φουγάρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φουγάρο | τα | φουγάρα |
γενική | του | φουγάρου | των | φουγάρων |
αιτιατική | το | φουγάρο | τα | φουγάρα |
κλητική | φουγάρο | φουγάρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουγάρο < παλιότερη ιταλική λέξη fogara
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φουγάρο ουδέτερο
- καπνοδόχος πλοίου ή εργοστασίου, η καμινάδα
- (μεταφορικά) ο μανιώδης καπνιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουγάρο