φουρνάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουρνάκι τα φουρνάκια
      γενική
    αιτιατική το φουρνάκι τα φουρνάκια
     κλητική φουρνάκι φουρνάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουρνάκι < φούρνος + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουρνάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του φούρνος
  2. (ειδικότερα) ο μικρός φούρνος, ο φοιτητικός, ο εργένικος, ηλεκτρική συσκευή κουζίνας σε μικρές διαστάσεις για περιορισμένες ανάγκες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φούρνος