φραπέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φραπέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική frappé (χτυπημένος) < frapper < φραγκικά *hrapōn < πρωτογερμανική *hrapōną / *hrapjaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)krep- / *(s)kreb-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φραπέ ουδέτερο άκλιτο
- (καφές) είδος στιγμιαίου καφέ που παρασκευάζεται με χτύπημα με νερό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- νες καφέ φραπέ
- φραπές (λαϊκότροπο κλιτό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γίνομαι φραπέ: ανακατεύομαι, μπερδεύομαι ή τσακώνομαι πάρα πολύ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- φραπέ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φραπέ
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Καφέδες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)