φραστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φραστικός < αρχαία ελληνική φραστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
φραστικός
- ο σχετικός με την έκφραση του λόγου, ο προφορικός ή ο εκφραστικός
- Το λάθος στο κείμενο ήταν φραστικό, πρόκειται για παρερμηνεία (συντακτικό λάθος ή επιλογή άκομψης λέξης)
- Οι δύο άνδρες είχαν έναν φραστικό διαπληκτισμό (τσακώθηκαν αλλά αντάλλαξαν κουβέντες χωρίς να έρθουν στα χέρια)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φραστικός
- εκφραστικός, λεκτικός (αυτό που λέμε, όχι απαραιτήτως αυτό που εννοούμε ή σκεφτόμαστε)
- το ουδέτερο (το φραστικόν) η δύναμη του λόγου