φρενοβλάβεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρενοβλάβεια οι φρενοβλάβειες
      γενική της φρενοβλάβειας των φρενοβλαβειών
    αιτιατική τη φρενοβλάβεια τις φρενοβλάβειες
     κλητική φρενοβλάβεια φρενοβλάβειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρενοβλάβεια < ελληνιστική φρενοβλάβεια < αρχαία ελληνική φρενοβλαβής < φρήν + βλάπτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φρενοβλάβεια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]