φρενοκομείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρενοκομείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φρενοκομ(εῖον) + -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε φρέν(ες) (αρχαία ελληνική φρήν) φρενο- + -κομείο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɾe.no.koˈmi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρε‐νο‐κο‐μεί‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρενοκομείο ουδέτερο
- ψυχιατρείο, τρελοκομείο (ανεπίσημο), νοσοκομείο ψυχικών νοσημάτων
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρενοκομείο
Πηγές[επεξεργασία]
- φρενοκομείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φρενοκομείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φρενο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κομείο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)