φριζάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φριζάρω < γαλλική friser < πρωτογερμανική *frisaz (κατσαρός, σγουρομάλλης)
Ρήμα[επεξεργασία]
φριζάρω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φριζάρω
|