φρικιαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρικιαστικός < φρικιάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
φρικιαστικός, -ή, ό
- που σε κάνει να φρικιάς, που προκαλεί ρίγος φρίκης, αποτροπιασμό ή τρόμο