φρουρίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φρουρίς < φρουρέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φρουρίς θηλυκό, τῆς φρουρίδος
- πλοίο, ναῦς, που οριζόταν να φρουρεί περιοχή