φρυγανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρυγανίζω < φρύγανο

Ρήμα[επεξεργασία]

φρυγανίζω

  1. ξεροψήνω
  2. ψήνω το ψωμί τόσο, ώστε να γίνει τραγανό


Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φρυγανίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

φρυγανίζω

  • μαζεύω προσανάμματα