φτιάχνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτιάχνω < μεσαιωνική ελληνική φτειάνω < φθειάνω < εὐθειάζω < εὐθύς

Ρήμα[επεξεργασία]

φτιάχνω

  1. κάνω, δημιουργώ ή κατασκευάζω κάτι
    τι να φτιάξω σήμερα για φαΐ;
    όταν είμαστε μικροί φτιάχναμε ξύλινα σπαθιά
  2. (κατ’ επέκταση) επιδιορθώνω ή μεταποιώ κάτι
    ακόμα δεν έφτιαξες την πόρτα να μην χτυπάει;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • τα φτιάχνω (με κάποιον):
  • τι φτιάχνεις: (οικείο) τι κάνεις; πώς είσαι;
  • φτιάχνω κάποιον:
    • φέρνω κάποιον σε κατάσταση ευθυμίας ή ευφορίας (και ειρωνικά)
    • (ειρωνικά) φέρνω κάποιον σε κατάσταση εκνευρισμού
    • προκαλώ ερωτικά, διεγείρω ερωτικά κάποιον

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]