φτωχοπερήφανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φτωχοπερήφανος, η, ο
- ψωροπερήφανος, ο ανάρμοστα περήφανος αφού κοινωνικά η υπερηφάνεια προϋποθέτει συνήθως δυνατότητες κυρίως οικονομικές
- περήφανος παρότι φτωχός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτωχοπερήφανος
|