φυλλορροώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλλορροώ < αρχαία ελληνική φυλλορροέω
Ρήμα[επεξεργασία]
φυλλορροώ (β πρόσωπο: φυλλορροείς)
- πέφτουν τα φύλλα μου (για δέντρα)
- (μεταφορικά) χάνω τις δυνάμεις μου, μαραζώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλλορροώ
|