φυλλορροώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυλλορροώ < αρχαία ελληνική φυλλορροέω

Ρήμα[επεξεργασία]

φυλλορροώ (β πρόσωπο: φυλλορροείς)

  1. πέφτουν τα φύλλα μου (για δέντρα)
  2. (μεταφορικά) χάνω τις δυνάμεις μου, μαραζώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]