φυλλοταξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλλοταξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phyllotaxie < αρχαία ελληνική φύλλον + τάξ(ις) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε φυλλο- + -ταξία.[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.lo.taˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυλ‐λο‐τα‐ξί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυλλοταξία θηλυκό
- (βοτανική) η διάταξη των φύλλων στον βλαστό ενός φυτού, η οποία είναι σταθερή και ορισμένη για κάθε είδος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλλοταξία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φυλλοταξία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φυλλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ταξία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)