φυματιώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φυματιώδης, ης, ες
- σχετικός με το φυμάτιο, παρόμοιος με το φυμάτιο, που έχει μορφή φυματίου
- Η μάζα είναι φυματιώδης, αλλά ίσως χρειαστεί βιοψία
- σχετικός με τη φυματίωση ή όμοιος με τη νόσο
- Ο ασθενής παρουσιάζει φυματιώδη εικόνα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυματιώδης
|