φυραματοποιείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυραματοποιείο < φυράματ(ος) + -ο- + -ποιείο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυραματοποιείο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυραματοποιείο
|