φυσιολατρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυσιολατρικός η φυσιολατρική το φυσιολατρικό
      γενική του φυσιολατρικού της φυσιολατρικής του φυσιολατρικού
    αιτιατική τον φυσιολατρικό τη φυσιολατρική το φυσιολατρικό
     κλητική φυσιολατρικέ φυσιολατρική φυσιολατρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυσιολατρικοί οι φυσιολατρικές τα φυσιολατρικά
      γενική των φυσιολατρικών των φυσιολατρικών των φυσιολατρικών
    αιτιατική τους φυσιολατρικούς τις φυσιολατρικές τα φυσιολατρικά
     κλητική φυσιολατρικοί φυσιολατρικές φυσιολατρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσιολατρικός < φυσιολατρία / φυσιολάτρης + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

φυσιολατρικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]