φυσούνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσούνα οι φυσούνες
      γενική της φυσούνας
    αιτιατική τη φυσούνα τις φυσούνες
     κλητική φυσούνα φυσούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φυσούνα στο αεροδρόμιο της Αθήνας.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσούνα < φυσούν(ι) + κατάληξη θηλυκού [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fiˈsu.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐σού‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυσούνα θηλυκό

  1. φυσερό, φυσητήρας, φύσα
  2. οποιαδήποτε πτυσσόμενη κατασκευή

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη φυσάω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]