φυτοκομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτοκομία θηλυκό
- η επιστημονική καλλιέργεια των φυτών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτοκομία