φωρώμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φωρῶμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωρώμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φωρῶμαι, συνηρημένος τύπος του φωράομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

φωρώμαι, αόρ.: εφωράθην από την αρχαία κλίση (αποθετικό ρήμα) [1]

  1. (απαρχαιωμένο) συλλαμβάνομαι επ' αυτοφώρω
    χρειάζεται παράθεμα
  2. (απαρχαιωμένο ή ειρωνικό) γίνομαι αντιληπτός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)