φωτίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτίτσα οι φωτίτσες
      γενική της φωτίτσας
    αιτιατική τη φωτίτσα τις φωτίτσες
     κλητική φωτίτσα φωτίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτίτσα < υποκοριστικό του φωτιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]