φωταγωγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωταγωγώ < (καθαρεύουσα) φωταγωγῶ < (ελληνιστική κοινή) φωταγωγέω-φωταγωγῶ. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική
Ρήμα[επεξεργασία]
φωταγωγώ
- φωτίζω με πολλά φώτα, ρίχνω άπλετο φως σε έναν χώρο