φωτεινότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτεινότητα οι φωτεινότητες
      γενική της φωτεινότητας των φωτεινοτήτων
    αιτιατική τη φωτεινότητα τις φωτεινότητες
     κλητική φωτεινότητα φωτεινότητες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτεινότητα < (καθαρεύουσα) φωτεινότης, φωτειν(ός) + -ότητα [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτεινότητα θηλυκό

  1. η λαμπρότητα, το μέγεθος που δείχνει πόσο λαμπερό είναι κάτι, πόσο φως και πόσο έντονα το ακτινοβολεί, πόσο φωτεινό είναι
  2. (αστρονομία) ο ρυθμός της ενέργειας που εκλύεται σε μορφή ακτινοβολίας από έναν αστέρα προς όλες τις κατευθύνσεις
  3. (οπτική) φωτομετρικό μέγεθος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]