φωτογραφική μηχανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτογραφική μηχανή < φωτογραφικός και μηχανή
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
φωτογραφική μηχανή θηλυκό
- μηχανική ή ηλεκτρονική συσκευή λήψης και εγγραφής φωτογραφιών (σε φιλμ ή ψηφιακά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτογραφική μηχανή