φωτοτυπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτοτυπία οι φωτοτυπίες
      γενική της φωτοτυπίας των φωτοτυπιών
    αιτιατική τη φωτοτυπία τις φωτοτυπίες
     κλητική φωτοτυπία φωτοτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτοτυπία < νεότερη λόγια λέξη, φως + τύπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτοτυπία θηλυκό

  1. η διαδικασία αναπαραγωγής αντιγράφων με μηχανήματα που χρησιμοποιούν την έκθεση στο φως ειδικού φωτοευαίσθητου υλικού ενώ παρεμβάλλεται το πρωτότυπο
  2. (κοινά) η φωτοαντιγραφή, η διαδικασία αναπαραγωγής αντιγράφων με μηχανήματα που χρησιμοποιούν ψηφιακή σάρωση του πρωτοτύπου το οποίο κατόπιν εκτυπώνουν
  3. (κοινά) το αντίγραφο που προέρχεται από φωτοαντιγραφικό μηχάνημα, το φωτοαντίγραφο
  4. (ειδικότερα) το αντίγραφο που προέρχεται από φωτοτυπικό μηχάνημα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]