φόρτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόρτωση οι φορτώσεις
      γενική της φόρτωσης* των φορτώσεων
    αιτιατική τη φόρτωση τις φορτώσεις
     κλητική φόρτωση φορτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φορτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φόρτωση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φόρτω(σις) + -ση < (φορτώ(νω) + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φόρτωση θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα του φορτώνω, η φόρτωση εμπορευμάτων
  2. (πληροφορική) η μετακίνηση αρχείων από τον υπολογιστή ενός χρήστη προς έναν κεντρικό διακομιστή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]