φύρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: , φυρώ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

φύρω

  1. υγραίνω, βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό ιδίως με αίμα ή δάκρυα «δάκρυσιν είματα έφυρον= έβρεχαν τα ενδύματά τους με τα δάκρυα».
  2. περιχύνω κάτι με σκόνη ή χώμα
  3. ανακατεύω, προκαλώ σύγχυση, φέρνω τα πάνω κάτω
  4. μολύνω
  5. κακολογώ, βρίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]