φύσαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῡσᾰλο-
ονομαστική φύσαλος οἱ φύσαλοι
      γενική τοῦ φυσάλου τῶν φυσάλων
      δοτική τῷ φυσάλ τοῖς φυσάλοις
    αιτιατική τὸν φύσαλον τοὺς φυσάλους
     κλητική ! φύσαλε φύσαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυσάλω
γεν-δοτ τοῖν  φυσάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φύσαλος < φυσάω / φυσῶ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φύσαλος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. (αμφίβιο) είδος βατράχου που φουσκώνει κι έχει δηλητηριώδη ανάσα
  2. (ιχθυολογία) είδος τερατόμορφου και δηλητηριώδους ψαριού
  3. (ιχθυολογία) είδος φάλαινας

Πηγές[επεξεργασία]