χάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάζω < πιθανόν συγγενές και ομόρριζο των χαλάω και χαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

χάζω

  1. κάνω να υποχωρήσει κάτι-κάποιος
  2. στερώ, αποστερώ
  3. (μέσο) υποχωρώ, αποσύρομαι, οπισθοχωρώ
  4. φοβάμαι και φεύγω

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

  • τύποι που απαντούν
Ενεργ. αόριστος κέκαδον, μέλλοντας κεκαδήσω (δεν απαντούν άλλες μορφές ενεργητικής φωνής, παρά μόνο σε σύνθετα)
Μέση φωνή ενεστ. χάζομαι, παρατ. χαζόμην, μέλλοντας χάσομαι και επικός τύποςχάσσομαι, αόρ. ἐχασάμην και επικός τύποςχασσάμην και κεκαδόμην