χάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χάζω < πιθανόν συγγενές και ομόρριζο των χαλάω και χαίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
χάζω
- κάνω να υποχωρήσει κάτι-κάποιος
- στερώ, αποστερώ
- (μέσο) υποχωρώ, αποσύρομαι, οπισθοχωρώ
- φοβάμαι και φεύγω
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- τύποι που απαντούν
- Ενεργ. αόριστος κέκαδον, μέλλοντας κεκαδήσω (δεν απαντούν άλλες μορφές ενεργητικής φωνής, παρά μόνο σε σύνθετα)
- Μέση φωνή ενεστ. χάζομαι, παρατ. χαζόμην, μέλλοντας χάσομαι και επικός τύπος χάσσομαι, αόρ. ἐχασάμην και επικός τύπος χασσάμην και κεκαδόμην